- ισορροπιστής
- οθηλ. -ίστρια καλλιτέχνης του τσίρκου που πετυχαίνει δύσκολες ισορροπίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισορροπιστής — ο 1. ακροβάτης ειδικευμένος σε ασκήσεις ισορροπίας 2. διάταξη που βελτιώνει την ισορροπία και την ευστάθεια ενός πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισορροπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ίσαρης, Αλέξανδρος — (Σέρρες 1941 –). Ζωγράφος και συγγραφέας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο πανεπιστήμιο του Γκρατς της Αυστρίας. Έζησε στη Θεσσαλονίκη από το 1962 έως το 1978, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek
Φράνκι, Ραφαέλο — (Franchi, Φλωρεντία 1899 – 1949). Ιταλός συγγραφέας και ποιητής. Ανήκε στον καλλιτεχνικό κύκλο της Φλωρεντίας Σολάρια. Το ύφος του κλίνει προς τον εσωτερισμό, εκφράζοντας διάφορα θέματα και καταστάσεις σε πολλές ποιητικές συλλογές (Το ποταμάκι,… … Dictionary of Greek
ζογκλέρ — ο άκλ., ταχυδακτυλουργός, δεξιοτέχνης, ισορροπιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)